- ἔγχλωρος
- ἔγχλωροςgreenishmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έγχλωρος — ἔγχλωρος, ον (Α) πρασινωπός … Dictionary of Greek
ἐγχλωρότερον — ἔγχλωρος greenish adverbial comp ἔγχλωρος greenish masc acc comp sg ἔγχλωρος greenish neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγχλωρον — ἔγχλωρος greenish masc/fem acc sg ἔγχλωρος greenish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχλώρους — ἔγχλωρος greenish masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγχλωροι — ἔγχλωρος greenish masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχλωροτέρα — ἐγχλωροτέρᾱ , ἔγχλωρος greenish fem nom/voc/acc comp dual ἐγχλωροτέρᾱ , ἔγχλωρος greenish fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγχλοος — ἔγχλοος, ον (Α) ο έγχλωρος … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek